- ιπποτικός
- -ή, -ό [ιππότης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππότη ή στον ιπποτισμό («ιπποτική συμπεριφορά»)2. ευγενής, γενναίος, έντιμος, λεπτός στους τρόπους3. φρ. α) (κατά τον μεσαίωνα) «ιπποτικά τάγματα» — στρατιωτικά τάγματα που μάχονταν υπέρ τής πίστεωςβ) «ιπποτικά ποιήματα» — ποιήματα που υμνούσαν τους άθλους τών ιπποτών.επίρρ...ιπποτικώς και -άμε ιπποτικό τρόπο, με ιπποτισμό.
Dictionary of Greek. 2013.